- σχηματισθέντα
- σχηματίζωassume a certain formaor part pass neut nom/voc/acc plσχηματίζωassume a certain formaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Παγκύπριο Γεωγραφικό — Στεγάζεται στο ισόγειο μιας κατοικίας, στη Λευκωσία (λεωφόρος Αρχιεπισκόπου Κυπριανού 79Α, Στρόβολος). Σε ένα δεύτερο χώρο πίσω από αυτό εκτίθεται η συλλογή από γεωλογικούς και μετεωρολογικούς χάρτες. Καθώς το μουσείο ιδρύθηκε μόλις μετά τη… … Dictionary of Greek